Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ ΣΤΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ


Της Αγάθης Γεωργιάδου, PhD & του Γιάννη Ι. Πασσά, MEd
            Ο συνοπτικός λόγος ή αλλιώς περίληψη, απαραίτητος σε κάθε έκφανση της ζωής μας, διδάσκεται στο σημερινό σχολείο σε όλες τις τάξεις, από το Δημοτικό ως το Λύκειο με κορυφαία του στιγμή την αξιολόγηση με το ένα τέταρτο των συνολικών μονάδων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Η σπουδαιότητα της διδασκαλίας της περίληψης είναι ευρέως αποδεκτή, αλλά τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των μαθητών στο θέμα αυτό, παρά την πολύχρονη άσκησή τους, όπως διαπιστώνουμε κάθε χρόνο στα Βαθμολογικά Κέντρα, είναι πενιχρά. Κι αυτό δεν είναι αξιοπερίεργο, γιατί η διαδικασία πύκνωσης ενός κειμένου με στόχο τη δημιουργία ενός μετακειμένου ισάξιου με το πρώτο αλλά στο ένα τρίτο περίπου της έκτασής του, δεν είναι καθόλου εύκολη, γιατί απαιτεί σύνθετη γλωσσική και διανοητική διεργασία.
            Η διδασκαλία της περίληψης ξεκινά το 1999 (ΥΑ Γ2/1088, ΦΕΚ 561/06-05-1999), όπου στο Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος «Γλωσσική Διδασκαλία στο Γυμνάσιο και το Λύκειο» προβλέπεται ως διδακτικός στόχος ο μαθητής «να ασκεί την αφαιρετική του ικανότητα, εντοπίζοντας τα κύρια σημεία ενός κειμένου και να τα αξιοποιεί κατάλληλα, για να κρατήσει σημειώσεις, να οργανώσει το διάγραμμα του κειμένου, να γράψει την περίληψή του». Η δε αξιολόγηση της Περίληψης στις Προαγωγικές και Απολυτήριες Εξετάσεις του Λυκείου προβλέπεται για πρώτη φορά με το ΠΔ 246 (ΦΕΚ 183/31-7-1998) όπου αναφέρεται: «δίνεται στους μαθητές σε φωτοαντίγραφο απόσπασμα κειμένου μιας έως δύο σελίδων από βιβλίο, εφημερίδα ή περιοδικό (ή κατασκευασμένο για το σκοπό της αξιολόγησης) που αναφέρεται σε κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, επιστημονικά ή άλλα θέματα της καθημερινής ζωής και έχει νοηματική πληρότητα. Tο κείμενο αυτό ανταποκρίνεται στην αντιληπτική ικανότητα των μαθητών και σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με θεματικούς κύκλους οικείους στους μαθητές από τη σχολική διδασκαλία. Οι μαθητές καλούνται να δώσουν μια σύντομη περίληψη του κειμένου αυτού, της οποίας η έκταση καθορίζεται ανάλογα με την έκταση και το νόημα του κειμένου».
            Από το επόμενο σχολικό έτος (2000-2001) η περίληψη άρχισε να εξετάζεται ως «Άσκηση Α» σε όλα τα διαγωνίσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων[1] βαθμολογούμενη με 25 μονάδες. Τις τρεις πρώτες χρονιές (2000 - 2002) ζητούνταν η τοποθέτησή της σε επικοινωνιακό πλαίσιο (π.χ. «Για τις ανάγκες μιας συζήτησης που πρόκειται να γίνει στην τάξη σας με θέμα την εξέλιξη της Γενετικής, μελετήσατε το παραπάνω κείμενο. Να γράψετε μια περίληψη του κειμένου αυτού σε 100 έως 120 λέξεις με την οποία θα ενημερώσετε τους συμμαθητές σας για το περιεχόμενό του - Ημερήσια Λύκεια, 2002). Έκτοτε το επικοινωνιακό πλαίσιο απουσιάζει σχεδόν παντελώς από τα διαγωνίσματα των Πανελλαδικών, παρ’ ότι στις Οδηγίες για τη Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής στην Α’ Λυκείου (2011) αναφέρεται ρητά πως «δεν θα πρέπει να διδάσκεται ως αυτοσκοπός, αλλά να συνδέεται με συγκεκριμένου τύπου πρακτικές γραμματισμού. Η αξιοποίηση, π.χ., δύο ή περισσότερων κειμένων ως πηγών, προκειμένου να παραχθεί ένα άλλο κείμενο, προϋποθέτει ότι τα παιδιά γνωρίζουν τη διαδικασία τού να κάνουν περιλήψεις. Εστίαση στην περίληψη ως κειμενικό είδος μπορεί να γίνει, μόνο όταν συνδέεται με περιστάσεις που το απαιτούν, όπως για παράδειγμα το να γραφεί περίληψη μιας εργασίας για ένα μαθητικό συνέδριο, το οποίο μπορεί να εστιάζει σε κάποιο ενδιαφέρον για τα παιδιά ζήτημα».
            Το δε μήκος της περίληψης που ζητείται είναι κυρίως 100 έως 120 λέξεις (38 φορές), 80 έως 100 λέξεων (15 φορές), 70 έως 90 (4 φορές) και 90 έως 110 (3 φορές). Τα όρια αυτά (ειδικά τα τελευταία χρόνια που κυριαρχούν οι 100 - 120 λέξεις) φαίνεται να μη συνδέονται με την έκταση του κειμένου, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις αγγίζει ή και ξεπερνά τις τρεις σελίδες (π.χ. Εισαγωγικές Εξετάσεις Ομογενών 2003), ή με τον βαθμό δυσκολίας του (π.χ. Πανελλαδικές Εξετάσεις 2012).
            Η διδασκαλία της περίληψης στο Λύκειο γίνεται κυρίως στη Β’ Λυκείου, όπου στο 4ο Κεφάλαιο (Σημειώσεις - Περίληψη) του σχολικού βιβλίου (Τσολάκης κ.ά., Έκφραση - Έκθεση για το Λύκειο - Τεύχος Β’) παρουσιάζεται ένα διδακτικό μοντέλο δύο σταδίων για την περιληπτική απόδοση κειμένων:
  1. Σημείωσεις: Οι μαθητές διδάσκονται να κρατούν σημειώσεις (πλαγιότιτλους) εντοπίζοντας σε κάθε παράγραφο τα κύρια συστατικά, δηλαδή το θέμα και τις σημαντικές της λεπτομέρειες. Σε δεύτερο στάδιο τούς υποδεικνύεται να ομαδοποιούν τις νοηματικές ενότητες, ξεφεύγοντας από τους πλαγιότιτλους ανά παράγραφο, και ακολούθως να καταρτίζουν το διάγραμμα του κειμένου με τους ευρύτερους πλαγιότιτλους.
  2. Περίληψη: Στη φάση αυτή οι μαθητές μαθαίνουν να εντοπίζουν το θεματικό κέντρο του κειμένου και με τη βοήθεια των διαρθρωτικών λέξεων να δημιουργούν την περίληψή του. Στο σημείο αυτό δίνονται και κάποιες οδηγίες που αφορούν τη χρήση μεταδιατυπώσεων (ενδεικτικών ρημάτων που βοηθούν στο «ξετύλιγμα της σκέψης του συγγραφέα με λέξεις όπως: ο συγγραφέας αναφέρει, διατυπώνει την άποψη, επισημαίνει, υποστηρίζει, τονίζει, υπογραμμίζει, προσθέτει, αναλύει, συμπεραίνει») και τις παραφράσεις («Να μην προσπαθούμε να μιμηθούμε το ύφος του συγγραφέα, που ενδέχεται να είναι πολύ διαφορετικό από το δικό μας. Γενικά αποφεύγουμε να χρησιμοποιούμε αυτούσιες φράσεις του κειμένου. Στις περιπτώσεις που η περίληψη μας είναι εκτενής ή όταν το κείμενο από το οποίο προέρχεται η περίληψη περιέχει ορολογία, μπορεί να χρειαστεί να μεταφέρουμε στην περίληψη μας ορισμένες χαρακτηριστικές λέξεις / φράσεις. Εκείνο που πρέπει να προσέχουμε είναι να ενσωματωθούν οι λέξεις / φράσεις αυτές στο δικό μας κείμενο»).
            Θεωρούμε ότι ένα μεγάλο μέρος της «παθογένειας» του σχολικού συνοπτικού λόγου και της αξιολόγησής του οφείλεται στις παρανοήσεις τής παραπάνω θεωρίας και στην υπερβολή κατά την εφαρμογή της. Συγκεκριμένα,
  1. Δίνεται παράλογα υπερβολική έμφαση στην παράφραση όρων / λέξεων του αρχικού κειμένου, με αποτέλεσμα οι μαθητές να ξοδεύουν αρκετή φαιά ουσία στην ανεύρεση συνωνύμων ή στην αναδιατύπωση με σημασιολογικά ισοδύναμες εκφράσεις, διαδικασία δύσκολη, χρονοβόρα και όχι απαραίτητη σε κάθε περίπτωση. Ως εκ τούτου δεν διαθέτουν ικανοποιητικό χρόνο στην κατανόηση του κειμένου και την απόδοσή του με φράσεις πιστές όχι στη λεξιλογική του μορφή αλλά στο νόημά του και έτσι η όλη διαδικασία γίνεται μηχανιστικά και καταλήγει ανεπαρκής.
  2. Η επιμονή στην κατά κόρον χρήση μεταγλωσσικών στοιχείων οδηγεί α) σε επίμονο και ανεπίτρεπτο σχολιασμό του αρχικού κειμένου και β) σε διαμόρφωση μιας επιτηδευμένης «χρονολογικής» οργάνωσης της δομής του μετακειμένου με λέξεις κλισέ, όπως «αρχικά ο συγγραφέας»… «στη συνέχεια προσθέτει…» και «τέλος διαπιστώνει…».
  3. Το σημαντικότερο είναι ότι οι μαθητές ωθούνται σε μια τυποποιημένη προσέγγιση του κειμένου με οδηγίες μηχανικές, όπως δημιουργία πλαγιότιτλων σε κάθε παράγραφο ή ευρύτερη ενότητα και σε σύνθεσή τους με κοινότοπες διαρθρωτικές λέξεις. Έτσι, συνήθως δεν εμβαθύνουν στη σκέψη του συγγραφέα και τον σκοπό για τον οποίο γράφεται το κείμενο.
            Για την «πρόληψη» των παθογενειών αυτών, που φαίνεται να λειτουργούν αρνητικά στην αξιολόγηση των μαθητικών περιλήψεων, θεωρούμε πως είναι χρήσιμο να διευκρινίσουμε ορισμένα ζητήματα που αφορούν την περίληψη και προβληματίζουν τους μαθητές που εξετάζονται σε αυτοί, αλλά και τους καθηγητές που τη διδάσκουν και την αξιολογούν.
1) Πόσο ασφαλής είναι η σύνθεση της περίληψης με βάση τους πλαγιότιτλους των παραγράφων;
Αυτός ο τρόπος σύνθεσης της περίληψης προτείνεται από το διδακτικό εγχειρίδιο και πολλοί μαθητές τον προτιμούν ως ασφαλέστερο. Υπάρχει ωστόσο ο κίνδυνος της υπερβολικής αφαίρεσης και παράλειψης ουσιωδών λεπτομερειών, ιδίως όταν ο πλαγιότιτλος δεν αποτελεί ρηματική περίοδο. Επίσης, κατά τη σύνθεση των πλαγιότιτλων σε περίληψη απαιτείται αρκετή δεξιότητα ώστε να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των παραγράφων αλλά και η όλη συνεκτικότητα της περίληψης. Γι’ αυτό προτείνουμε ως αποτελεσματικότερη την «τεχνική της αποδόμησης», το «κομμάτιασμα» δηλαδή των παραγράφων στα θεματικά τους κέντρα και τη σύνταξη σημειώσεων για το καθένα από αυτά σε συνεχή λόγο.
2) Είναι υποχρεωτική η πρόταξη του νοηματικού κέντρου του κειμένου στην περίληψη;
Όχι. Τα διδακτικά εγχειρίδια αναφέρονται και στους δύο τύπους περίληψης, τη λεγόμενη απλή πύκνωση, χωρίς πρόταξη του θεματικού κέντρου, και στην πληροφοριακή περίληψη κατά την οποία ο μαθητής συλλαμβάνει το νοηματικό κέντρο όλου του κειμένου και το προτάσσει. Επομένως και οι δύο τύποι περίληψης είναι ισοδύναμοι. Η πληροφοριακή περίληψη, ωστόσο, δείχνει μεγαλύτερη αφαιρετική ικανότητα και απαιτεί μεγαλύτερη δεξιότητα στην πύκνωση, επομένως προσπαθούμε να ασκήσουμε τους μαθητές σ’ αυτό τον τύπο.
3) Βαθμολογείται εξίσου η απλή πύκνωση με την πληροφοριακή περίληψη;
Οι βαθμολογητές θα πρέπει να βαθμολογούν την απλή πύκνωση ως ισοδύναμη με την πληροφοριακή περίληψη, εφόσον δεν καθορίζεται ο τύπος περίληψης και εφόσον ο κείμενο του μαθητή δεν προδίδει το κείμενο του συγγραφέα.
4) Σε ποιο βαθμό χρειάζεται η παράφραση;
Η παράφραση δεν είναι αυτοσκοπός. Υπάρχουν όροι, όπως έννοιες, που δεν είναι εύκολο να αποδοθούν διαφορετικά στην περίληψη. Οι συνώνυμες λέξεις ή φράσεις δεν είναι ταυτόσημες και μπορούν να αλλάξουν το νόημα. Αποφεύγουμε όσο μπορούμε τη χρήση αυτούσιων λέξεων / φράσεων του κειμένου, χωρίς να φτάνουμε στην υπερβολή. Γενικά, προσπαθούμε να έχουμε στο νου μας πως η περίληψη είναι κυρίως μια άσκηση κατανόησης και όχι λεξιλογική.
5) Χρειάζονται οι «μεταδιατυπώσεις», δηλ. τα ρήματα αναφοράς (αναφέρει, προτείνει, κρίνει…);
Χρειάζονται στην πληροφοριακή περίληψη, αφού ο συντάκτης είναι διαφορετικός από τον συγγραφέα του κειμένου. Δεν πρέπει όμως να γίνεται κατάχρηση τέτοιων ρημάτων. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν κυρίως στην αρχή της περίληψης και ενδεχομένως σε όποιο άλλο σημείο ο συγγραφέας κάνει ένα συγκεκριμένο σχόλιο ή επιλέγει ο ίδιος να αναδείξει την υποκειμενικότητα της άποψής του (βλ. συγκινησιακή λειτουργία του λόγου). Γενικά οι μεταδιατυπώσεις (όπως και οι διαρθρωτικές λέξεις) είναι αναγκαίες όταν πράγματι αναδεικνύουν τη συλλογιστική πορεία του συγγραφέα. Προσοχή όμως στην επιλογή τους, ώστε να μην καταλήγουν σε σχολιασμό του κειμένου.
6) Επιτρέπεται η αναδιάταξη του κειμένου (η αλλαγή της σειράς σε σχέση με το αρχικό κείμενο);
Αν και στις οδηγίες του ΚΕΓ τονίζεται ότι η περίληψη πρέπει να παρακολουθεί και να αναπαράγει το σχέδιο οργάνωσης του κειμένου αφετηρίας, για λόγους πύκνωσης και αποφυγής των επαναλαμβανόμενων θεμάτων, θεωρούμε ότι είναι απαραίτητη η αναδόμηση του αρχικού κειμένου (π.χ. σε περιπτώσεις όπου ένα νόημα επαναλαμβάνεται σε διαφορετικά σημεία του κειμένου).
7) Αν το αρχικό κείμενο έχει παραδείγματα, αναφορά σε πρόσωπα κ.ά., τα συμπεριλαμβάνουμε στην περίληψη;
Όταν τα παραδείγματα ή η επίκληση σε αυθεντία είναι ουσιώδη για το περιεχόμενο, δεν μπορούμε να τα παραλείψουμε. Αξιολογούμε τη θέση τους στη συλλογιστική πορεία του συγγραφέα και τα αναφέρουμε με πυκνότητα.
8) Αν η περίληψη ζητηθεί σε επικοινωνιακό πλαίσιο, χρησιμοποιούμε τα τυπικά εξωτερικά χαρακτηριστικά του (λχ τίτλο, προσφώνηση, αποφώνηση);
Όχι. Η περίληψη είναι ξεχωριστό κειμενικό είδος χωρίς τυπικά εξωτερικά γνωρίσματα.
9) Σε ποιο ρηματικό πρόσωπο γράφουμε την περίληψη;
Η απλή πύκνωση μπορεί να γραφεί και σε α΄ ρηματικό πρόσωπο. Η πληροφοριακή αναγκαστικά σε γ’ και σε πλάγιο λόγο, αφού μεταφέρουμε τι έχει ειπωθεί από άλλον.
10) Ο συγγραφέας …πραγματεύεται;
Τα κείμενα που συνήθως δίνονται στις Πανελλαδικές και στο σχολείο δεν αντλούνται από πραγματείες ή φιλοσοφικές μελέτες. Είναι άρθρα ή δοκίμια στα οποία μπορεί ο συγγραφέας να εξετάζει σε βάθος ένα ζήτημα, δεν κάνει όμως πραγματεία. καλύτερα να αποφεύγονται τόσο βαρύγδουποι όροι και ο μαθητής να αρκείται στο «εξετάζει», διερευνά». «αναλύει» κ.ά.
11) Πόσο αυστηροί είμαστε στο όριο των λέξεων;
Δεν μετράμε αυστηρά, λέξη - λέξη, την έκταση της περίληψης, αλλά την ικανότητα του μαθητή να πυκνώσει / περιορίσει το κείμενό του σε συγκεκριμένο πλαίσιο. Μετράει περισσότερο σε ποιο βάθος έχει κατανοήσει το κείμενο κι ας έχει μικρή υπέρβαση. Ως υπέρβαση των ορίων θεωρείται η γραφή μιας περίληψης με λέξεις που ξεπερνούν το 10% του ορίου.
12) Στην πλειονότητα των μαθητικών περιλήψεων, μετά την ανάδειξη του θεματικού κέντρου, οι μαθητές χρησιμοποιούν χρονικούς δείκτες ως διαρθρωτικές λέξεις (αρχικά… στη συνέχεια… στο τέλος). Αξιολογούνται θετικά;
Η χρήση δεικτών που δηλώνουν χρονική ακολουθία είναι μια εύκολη λύση, δεν προκρίνεται όμως ως η καλύτερη, ιδίως αν είναι και ο μοναδικός τρόπος εξασφάλισης της συνοχής του μαθητικού κειμένου. Είναι ορθότερο να επιλέγονται διαρθρωτικές λέξεις / φράσεις που εκφράζουν τη συλλογιστική πορεία του συγγραφέα (λ.χ. ειδικότερα, πιο συγκεκριμένα, εξαιτίας, αντίθετα, ως επακόλουθο κτλ.)
13) Ποιος γράφει; Ο συγγραφέας, ο αρθρογράφος; Ο δοκιμιογράφος; ο γράφων ή ο …κειμενογράφος;
Πολλές είναι οι εκδοχές των μαθητών στο ζήτημα αυτό. Όσοι προτιμούν την ενεργητική σύνταξη επιλέγουν ως υποκείμενο ένα από τα παραπάνω. Ο κειμενογράφος ωστόσο είναι αδόκιμος όρος και πρέπει να αποφεύγεται. Φυσικά, μπορεί ο μαθητής να χρησιμοποιεί και την παθητική σύνταξη: το κείμενο αναφέρεται…
 από τον ιστότοπο alfavita


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου